Search
Close this search box.

H xρήση κυτταρικών θεραπειών στις ρευματοπάθειες

Την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου η ομάδα της ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α. επισκέφτηκε τα εργαστήρια της Biohellenika

H xρήση κυτταρικών θεραπειών στις  ρευματοπάθειες

Οι ρευματοπάθειες είναι μια ομάδα χρόνιων ανίατων κατά κανόνα νοσημάτων, όπου το ανοσοποιητικό σύστημα, υπερβαίνοντας την αποστολή του, στρέφεται όχι μόνο εναντίον των «εισβολέων» αλλά και εναντίον ιστών του ίδιου του οργανισμού.

Οι ρευματοπάθειες σήμερα αποτελούν ένα σημαντικό κοινωνικό-οικονομικό πρόβλημα αφού επηρεάζουν μακροχρόνια ένα μεγάλο ποσοστό του παραγωγικού πληθυσμού. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του Ελληνικού Ιδρύματος Ρευματολογίας ο ένας στους τέσσερεις περίπου Έλληνες (27%) σήμερα πάσχει από κάποια ρευματική πάθηση.

Η θεραπεία των νόσων αυτών σήμερα είναι κατά κύριο λόγο συμπτωματική, δηλαδή δεν εξασφαλίζει την ίαση, παρά μόνο παροδική ύφεση των συμπτωμάτων και επανεμφάνιση τους μετά τη διακοπή. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται συστηματικά ορισμένοι  βιολογικοί παράγοντες (μονοκλωνικά αντισώματα), τα οποία πρέπει να χορηγούνται σε μόνιμη βάση, με υψηλό κόστος και σημαντικές παρενέργειες.

Καμία από τις σημερινές καθιερωμένες θεραπείες δεν καταπολεμά το αίτιο, δηλαδή τα ενεργοποιημένα κύτταρα του ανοσοποιητικού τα οποία στρέφονται εναντίον του οργανισμού. Μία πιο ριζική προσέγγιση, η οποία εφαρμόζεται σήμερα  μόνο στις περιπτώσεις  όπου τα συμπτώματα δεν υποχωρούν με την καθιερωμένη αντιμετώπιση, είναι η αντικατάσταση του παθολογικού ανοσοποιητικού συστήματος με νέο, χρησιμοποιώντας τη μεταμόσχευση του μυελού των οστών. Η μέθοδος αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για όλους τους ρευματοπαθείς επειδή παρουσιάζει μεγάλη θνησιμότητα, και σε περίπτωση χρήσης αλλογενούς μοσχεύματος απαιτεί χρόνια λήψη ανοσοκατασταλτικών, που και αυτά έχουν σημαντικό κόστος και παρενέργειες  (Alan Tyndall and Jacob M. van Laar 2016).

Η πρώτη θεραπεία ρευματικής νόσου με μεταμόσχευση μυελού των οστών για τη θεραπεία ρευματικού νοσήματος δημοσιεύτηκε το 1996 (Tamm M et al.  1996). Tο 2012 δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα μιας μεγάλης κλινικής μελέτης η οποία έγινε με συνεργασία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων Μυελού των Οστών και της  Ευρωπαϊκής Ένωσης καταπολέμησης  των  ρευματικών νοσημάτων  και αφορούσε 889 ασθενείς στην Ευρώπη (Snouden A et all 2012) και 3999 στη Βόρεια και Νότια Αμερική (Pasquini MC et al 2012). Από τις μελέτες αυτές όμως διαπιστώθηκαν σχετικά υψηλά ποσοστά θνησιμότητας και νοσηρότητας, τα οποία όμως αντισταθμίζονταν  από τη  βελτίωση της κλινικής εικόνας και τη διακοπή της τρέχουσας φαρμακευτικής αγωγής (43% των ασθενών).

Η θνησιμότητα που σχετίζεται με την ανοσοκαταστολή την οποία λαμβάνει ο ασθενής πριν τη χορήγηση των αιμοποιητικών αρχέγονων κυττάρων κυμαίνεται στο 5-10%  και αυτό αποτέλεσε τον σημαντικότερο παράγοντα της αυστηρής επιλογής των ασθενών που θα ακολουθήσουν την ανωτέρω θεραπεία. Σήμερα η θεραπεία εφαρμόζεται μόνο σε ασθενείς με βαριά κλινική εικόνα η οποία  δεν υποχωρεί  με την κλασική  φαρμακευτική αγωγή. Η αυξημένη θνησιμότητα που παρατηρήθηκε στις μεταμοσχεύσεις μυελού των οστών  οδήγησε στην αναζήτηση εναλλακτικών μορφών κυτταρικών θεραπειών όπως είναι τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα που διαθέτουν ισχυρή ανοσορυθμιστική και αντιφλεγμονώδη δράση.

 Σήμερα διεθνώς διεξάγονται πέντε κλινικές μελέτες, οι οποίες χρησιμοποιούν την αυτόλογη μεταμόσχευση μυελού των οστών και άλλες 94 κλινικές μελέτες οι οποίες χρησιμοποιούν μεσεγχυματικά  βλαστοκύτταρα.

Κύριες πηγές λήψης των μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων είναι ο μυελός των οστών, ο ιστός του ομφαλίου λώρου και ο λιπώδης ιστός. Ο λιπώδης ιστός περιέχει 1000 φορές περισσότερα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα ανά κυβικό εκατοστό σε σχέση με τον μυελό των οστών, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα με μια σχετικά ανώδυνη και ασφαλή διαδικασία λήψης.

13.000 δημοσιεύσεις την τελευταία δεκαετία αφορούν τη χρήση μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων στη θεραπεία ρευματικών και άλλων αυτοάνοσων ασθενειών με θετικά αποτελέσματα. Παραδείγματος χάριν η ενδοφλέβια χορήγηση αυτόλογων μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων σε 300 ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο είχε ως αποτέλεσμα ύφεση των συμπτωμάτων της νόσου διάρκειας ενός έτους στο 60% αυτών, (Gu et al 2014).  Παρομοίως η  ενδοφλέβια χορήγηση βλαστοκυττάρων από τον ιστό του ομφαλίου λώρου σε 87 ασθενείς με ανθιστάμενο συστηματικό ερυθηματώδη λύκο προκάλεσε πλήρη ύφεση για ένα χρόνο στο 28% των ασθενών (Wang D et al 2012).

Μια άλλη κλινική μελέτη επί 136 ασθενών στους οποίους χορηγήθηκαν ενδοφλέβια βλαστοκύτταρα του ιστού του ομφαλίου λώρου έδειξε σημαντική ύφεση της νόσου, σύμφωνα με τα κριτήρια του  Αμερικανικού Κολλεγίου  Ρευματολογίας, ένα χρόνο μετά τη χορήγηση της θεραπείας ενώ εργαστηριακά διαπιστώθηκε αύξηση του αριθμού των ρυθμιστικών Τ λεμφοκυττάρων (T reg), τα οποία διατηρούν τη νόσο σε  ύφεση (Wang L 2013).

Η μόνη ανεπιθύμητη ενέργεια που παρατηρήθηκε σε ορισμένους ασθενείς μετά την ενδοφλέβια  χορήγηση  των μεσεγχυματικών κυττάρων ήταν πυρετική κίνηση έως 38,50 C,  διάρκειας 2 ωρών, η οποία  οφείλεται στις κυτοκίνες που εκκρίνουν  τα βλαστοκύτταρα και όχι σε μολυσματικό παράγοντα.  Το 2013 στο συνέδριο του Αμερικανικού Κολλεγίου Ρευματολογίας στο San Diego ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα κλινικής μελέτης επί 53 ασθενών με ανθιστάμενη ρευματοειδή αρθρίτιδα οι οποίοι έλαβαν μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα του λιπώδους ιστού.  Στους ασθενείς αυτούς έγιναν τρεις συνεχόμενες χορηγήσεις με μεσοδιάστημα τριών μηνών, χωρίς επιπλοκές. Οι ασθενείς αυτοί είχαν καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα που σχετίζονταν με τον αριθμό τω κυττάρων που χορηγήθηκαν και τη συχνότητα  χορήγησης (Alvaro-Gracia JM et al 2013).

Επίσης επιτυχημένη θεραπεία με μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα παρατηρήθηκε σε 24 ασθενείς με σύνδρομο Sjogren (Xu J et al 2012), σε 10 ασθενείς με πολυμυοσίτιδα/δερματομυοσίτιδα (Ra JC 2012) και σε 31 ασθενείς με εμμένουσα αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα (Wang P,  2014).

Η ενδοφλέβια χορήγηση μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων οδηγεί σε ύφεση των συμπτωμάτων της ρευματικής νόσου, είναι ασφαλής και μπορεί να επαναλαμβάνεται απεριόριστα χωρίς σημαντικές επιπλοκές.

Επειδή η ύφεση στην περίπτωση των μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων οφείλεται στην αύξηση του αριθμού των T reg λεμφοκυττάρων  πολλές ερευνητικές ομάδες στρέφονται προς την κατεύθυνση αυτή με πολλαπλασιασμό και χορήγηση των T reg.

Η πλουσιότερη σήμερα πηγή T reg λεμφοκυττάρων είναι το ομφαλοπλακουντιακό αίμα  και ο περεταίρω πολλαπλασιασμός αυτών των κυττάρων στο μέλλον αναμένεται ότι θα προσφέρει περισσότερα στους ρευματοπαθείς, που οι γονείς τους είχαν προνοήσει να φυλάξουν κατά τη γέννηση το πολύτιμο αυτό βιολογικό υλικό.

Σε σύγκριση με τις θεραπείες που χρησιμοποιούν μονοκλωνικά αντισώματα οι κυτταρικές θεραπείες με μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα προσφέρουν σήμερα στους ρευματοπαθείς ύφεση των συμπτωμάτων, χωρίς παρενέργειες  και με σημαντικά  λιγότερο κόστος,   εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα πόρους για τη δημόσια υγεία.

KOYZH-KOΛΙΑΚΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ-ΕΜΒΡΥΟΛΟΓΙΑΣ ΙΑΤΡΟΣ ΠΑΘΟΛΟΓΟΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ BIOHELLENIKA